- συγκεντροποίηση
- η, Ν1. συνένωση επιμέρους πραγμάτων σε ενιαίο σύνολο, υπαγωγή στο ίδιο κέντρο, συγκέντρωση2. φρ. «συγκεντροποίηση κεφαλαίου»(κατά τη μαρξιστική θεωρία) συνένωση επιμέρους κεφαλαίων υπό ενιαίο έλεγχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεντρώνω + -ποίηση (< -ποιῶ*). Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. centralisation].
Dictionary of Greek. 2013.